Obrazy na stronie
PDF
ePub

112

Γίνομαι and γίγνομαι, I am made, I am born, γενήσομαι για γένημαι from γενάομαι† γέγονα ἐγηνόμην from γείνω, γέγαα, from γάω, &c.

Δ

Δαέω, I learn, F. 1. m. δαήσομαι δεδάηκα, δέδαα Ι. 2. ἐδάην, &c. Δάκνω, I bite, δήξω, and -ομαι δέδηκα έδακον, &c. from δήκωτ. Δείδω, I fear, δείσω p. m. δέδοικα, ίδιον, δέδεια (δείδια and δίδεια

P.) from δίωt, imper. δεδιθ, and δείδιθι from δεδιμι, &c. Δέω, I am wanting, δεήσω†, ἐδέησα, as though from δέομαιt, δεύομαι Ρ.

Δέομαι, I ask, δεήσομαι, δεδίημαι, ἐδεήθην.

Διδάσκω, I teach, -ξω, -χα, F: διδασκήσω, διδασκῆσαι from διδασκέωτ.

Διδράσκω, I fy, δρασω, ακα Ι: 2. έδραν, -ας, op. δραίην and δρμην, inf: δράναι, part. δρὰς from δημι

Δοκέω, I think, I seem, δόξω and δοκήσω ἔδοξα, δέδεγμαι, &c. Δύναμαι, I am able, ήσομαι, δεδυνημαι, ἐδυνηθην, ήδυνήθην, &c.

E

Εγρηγορέω and γρηγορέω, I watch, in Ν. Τ. Ι. 1. ἔγρηγόρησα perf. ἐγρήγορα by sync. perf. p. έγρηγόρημαι, inf. ἐγρηγο ρῆσθαι and εγρηγόρθαι perf. m. ἐγρήγορα and ἐγρήγορθα, the augment omitted.

Εδω, I eat, ἐδήδοκα for ἔδηκα from ἧκα, perf. pass. ἐδίδομαι and ἐδήδεσμαι Ι. 1. ἠδέσθην pret. m. ἔδηδα for ἦδα, &c. Εζομαι, I sit, whence καθέζομαι, καθεδέμαι F. 2. ἐκαθεσθην. Εθέλω, I am willing, ἐθελήσω, ἠθέληκα, &c.

*Εθøt, I am accustomed, out, εἶναι perf m. εἴωθα ἐθώνατι for εἰώθασι.

Εἰδέω, I know, -ήσω ηκα, pl. p. ειδήκειν for which είδαν sync. and ήδειν At. 3d dual ἤσην, Ι. 2. ειδον and ίδον, I saw, from είδω, Ι. 1. m. εἰσαμην, I have dissembled, perf. m. οἶδα. Εἴκω, I am like, είξω, είξα ἔίξω pret. p. ἔίγμαι, m. ἔοικα, &c. Ελαννω, I drive, -ασω ακα, &c. from ἐλαω, perf. p. ἐλήλαμαι and ἔελμαι.

Ελπομαι, I hope, ἔλψομαι, ἔολπα.

Επω, I speak, I. 1. εἶπα, I. 2. ἶπον, whence comp. Poet. νιπτω -ψω, perf. m. ἠνίπαπα for ἤνιπα.

Ι

Εῤῥω, I perish, ἐῤῥήσω, ἔῤῥηκα.

"Ερχομαι, I come, Fut. 1. έλευσομαι Ι. 2. ήλυθον (ἦλθον sync.)

perf. m. ἐλήλυθα, Poet. εἰλήλυθα, from ἐλευθων, leg. ἐλευσέον.

Ενδω, I sleep, ευδήσω ευδησα. Το καθεύδω.

Έχω, I have, έξω, οι σχήσω perf. ἔσχηκα from σχέω, Ι. 2. ἔσχον. Imp. σχὲς σχοῖμι, &c. used more frequently in composition. Ἔχομαι, I adhere, &c.

Εννυω, I array, ἕννυμι, ἔσω, εἶσα, perf. pass. Είμαι, είσαι and ἕσσαι Ρ. ειται and ãται. So also pl. p. αμην.

H

Ημαι, I sit, ἧμην, the 3d sing. ἦται οι ἧσαι pl. ἧνται ἕαται, &c.

Θέλω, I am willing, θελήσω, ἐθέλησα perf. pass. τιθέλημαι, Ρ. λω -λης, &c.

Θνήσκω, I die, θανᾶμαι, ἔθανον, &c. θείνω and τέθνηκα τεθνηκὼς τεθνεώς, and τεθνειώς, &c. from τεθνημι

I

I

γ.

Ιημι, I go, I. 2. ἦν, the 3d pl. ἴασι, m. ΐμαι cognate v. into είμι, 1 80. Ικνέομαι, I come, ίξομαι ἶγμαι, Ι. 2. m. ἱκόμην, from ικώ. Ισημι, I know, like ίσημι, except that it often rejects a, as, ἴσον, ἴσμεν. 3d pl. ἴσασι, Imp. ἴσην 3d pl. ἴσαν pres. p. ἴσαμαι oftener, whence ἐπίσαμαι, ἠπισαμην, ἐπισήσομαι.

K

Καίω, I burn, καυσώ, I. 1. ἔκγæ and ἔκεια, &c.

Κ είμαι, I lie down, κείσομαι, ἐκειμην. Κέομαι Poet. for which also κείω.

Κέλομων, I exhurt, κελήσομαι ἐκελησαμην.

Κραταίνω, I accomplish, ἐκρήγνα, perf. m. κεκρααμαι ἐκραανθην. Κυρω, I cut, F. 1.

κυρίως

1.1.

ἔκυρσα.

Λ

Λαγχανω, I allot, λήξω r. ἕλαχον from λήχω, perf. λελογχα, είληχα Ρ.

Λαμβάνω, I take, λήψομαι, εἴληφα, ἔλαβον, from λήβω, &c. Λανθάνω, I conceal, λήσω, pr. m. λέληθα, pr. p. λέλησμαι, &c. from λήθω.

M

Μαίομαι, I ardently long, μέμαα for μέμηκα from μας. Μανθάνω, I learn, f. m. μαθήσομαι, μεμαθηκα, ἔμαθον, &c. from μαθίωτ.

Μαχομαι, I fight, μαχήσομαι and μαχέσομαι, μεμαχημαίν f. 2. μαχεμαι, whence part. μαχόμενος, μαχεόμενος, μαχει

όμενος.

Μέλω, I take care, μελήσω, μεμέλημαι, seldom used unless impersonally.

Μέλλω, I am about to be, μελλήσω, ἐμέλλησα, from μελλέως. Μ είρομαι, I divide, είμαρμαι, ἔμβραμαι P. pr. m. ἔμμορα. Μένω, I remain, μεμένηκα, the rest is regular.

Μιμνήσκω, I make to be remembered, μνήσω, ἔμνησα, οἱtener in composition. In mid. μιμνήσκομαι, μνήσομαι, μέμνημα, I remember, from μναω.

οζω, I oil, ὀξέσω and -ήσω, ὤζηκα pr. mid. όδωδα, pass. ὥσμαι. Οίγω, I open, οίξω, ὤίξαι, perf. m. ἔγat, whence ἀνοίγω, which varies the augment three ways, ανέωξα, ἠνέωξα, ἤνοιξα, and so in other increasing tenses.

Οἴχομαι, I depart, οἰχήσομαι, σχῆμαι and ᾧγμαι.

Οίμαι, i think, οιήσομαι, μήθην, 1. 1. 111. οιησαμην and μισσα

μην, &c.

Οίκερω, I commiserate, οἰκ]ειρήσω, Ι. 1. ὤκ]ειρησα and üxΠειρα from οἰκτερώ.

Ομόργνυμι, I imprint, (and μόργνυμι) ομόρξω ὤμορχα ὠμορξα. Ολλυμι. I lose, ὀλέσω, p. m. όλωλα, 1. 2. act. λον, &c. Ομνυμι, I swear, ὁμόσω ομώμοκα for ὤμοκα, &c. from ὀμοω†. Οραω, I see, ἑώρακα, f. 1. m. όψομαι, perf. p. ώμμαι, 1. 1. ὤφθην from οπλομαι, whence also perf. m. όπωπα Οφείλω, I owe, ἀφελήσαι, ἀφαλι

Οφλω, I am fined, f. 1. ὀφλήσω, perf. ὤφληκα. Ι. 1. ώφλησα,

&c.

Π

Πέταμαι, I possess, and πέπαυμαι perf. p. I. 1. m. ἐπασαμην. Πασχω, I suffer, f. 1. m. πείσομαι and πησομαι, πεπονθα, 1.

2. ἔπαθον.

Πέρδω, I make a noise, I. 2. ἔπαρδον, f. 2. p. παρδήσομαι, perf. m. πέπορδα.

Πέσσω, I cook, πέψω, ἔπεψα from πεπίω.

Πίμπρημι, I fire, πρήσω, ἔπρησα, from πρήθω οι πραω leg. ἐπίμπρασα.

Πίνω, I drink, πίσω, πέποκα, Ι. 2. ἔπιον, perf. p. πέπομαι, &c. Πίπλω, I fall, πεσᾶμαι, πέπωκα, from πετω and πλόω, Ι. 2. ἔπεσον.

Πυνθανομαι, I hear, I ask, πευσομαι, πεπυσμαι, ἐπυθόμην.

P

Ρεζω, I make, ρέξω and ἔρξω, ἔοργαfor ἔῤῥογα pl. p. ώργειν, &c. Ρεω, I flow, ρευσω†, ἔρρευσα, 1. 2. p. εῤῥύην, &c. from ῥνέω. Ρεω or ῥῆμι, 1 speak, scarcely used unless in I. 1. p. ἐῥεθην and ἐῤῥηθην, indic. with η alone in the rest of the moods, f. ῥηθήσομαι.

Ρηγνυμι, I break, (ρησσω r.) ρήξω, perf. m. ἔῤῥωγα, the rest regular.

Σ

Ρ.

Σεύω, I move, σευσω†, ἔσευσα and ἔσευα, perf. p. ἔσσυμαί Σπένδω, I taste, σπείσω, ἔσπεισα, ἔσπεισμαι, &c. from σπειδώς

&c.

T

Τίκτω, I beget, f. 1. m. τεξομαι, perf. τετοκα, 1. 2. ἔτεκον, perf. p. τετεγμαι, &c. from τεκωt.

Τιτραίνω, I perforate, τετρανω, † for which τετρανεω Ι. 1. ἐτέτρηνα and ἔτρησα from τιτραωt.

I

Τρέχω, 1 run, θρέξω. ἔθρεξα. 1. 2. έδραμον, δραμέμαι, δεδραμη κα δέδρομα, &c. fron δρομω†.

Τυγχάνω, I am, τευξομαι, ἔτυχον from τευχω. So τετυχηκα ἐτυχησα from τυχέω. Τυγχάνω, I. 2. ἔτυχον. In the compounds there are more.

Υ

Υπισχνᾶμαι, I promise, ὑποσχήσομαι, ὑπεσχόμην, perf. p. ὑπεσχημαι, &c.

Φέρω, I bear, οίσω, ind. 1. ἤνεγκα, 2. ἔνεγκον from ἐνέγκω, perf. p. ἤνεγμαι ἡνήνεγμαι, Ι. 1. p. ἐνεχθην perf. m. ἐνήνοхова &c. Φημί. I speak, Φήσω, ἔφην, perf. wanting, pass. Φαμαι, πε φασμαι. In the dialects, ήμι for φημι, ἦν for εφην, &c. Φθάνω, I come before, φθάσω, ἔφθακα, ind. 1. ἔφθασα. Ι. 2. ἔφθην, &c. from φθήματ.

Ι

X

Χαζομαι, I recede, χασομαι, perf. κεχανδα, I was equal, I. 2. act. ἔχαδον and κεκαδον. f. 2. χαδεμαι, &c. So κεκαδήσω. Χαίρω, I rejoice, f. 1. χαιρήσω, whence 2. p. ἐχαρην, perf. κεχαρηκα, &c. Χεω, 1 pour, f. χευσω, χεσωτ, χείσω, I. ἔχεα† for ἔχευσα, f. 2. χεῶ, perf. p. κεχυμαι, Ι. 1. έχυθην.

Ι.

[merged small][merged small][merged small][merged small][ocr errors][merged small][merged small][merged small][merged small][ocr errors][merged small][merged small][merged small][merged small][ocr errors][merged small][merged small][ocr errors][ocr errors][ocr errors][merged small][merged small][merged small][merged small][ocr errors][ocr errors][ocr errors][merged small][merged small][merged small][merged small][merged small][merged small][merged small][merged small][ocr errors][merged small][ocr errors][merged small][ocr errors][ocr errors][merged small][merged small][merged small][ocr errors][merged small]
« PoprzedniaDalej »